Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Πρώην ραββίνος αποκαλύπτει τα αίτια επιστροφής του στον Σωτήρα Χριστό

Παύλου Φωτίου
Τέως ραβίνου της ισραηλινής κοινότητος Άρτης
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΜΟΥ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Από το έτος 1930 περίπου διάβαζα την Αγίαν Γραφήν εις την Εβραϊκήν γλώσσαν, όσον και εις την Ελληνικήν. Αφού όμως πέρασε καιρός και εν τω μεταξύ ανέλαβον και ως επίτροπος της Συναγωγής μας είχα την ευκαιρία να διαβάζω περισσότερον αυτής και να κατανοώ και περισσότερα. Εκεί πάντος που εδυσκολευόμην ήτο το πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις το σημείον αυτό συναντούσα δυσκολίαν να διακρίνω εις τους προφήτας, τους ψαλμούς και την πεντάτευχον τον Μεσσίαν Ιησούν.
Πάντως πέρασαν αρκετά χρόνια, όπου τέλος ήλθε η τελευταία μας καταστροφή παρά των Γερμανών και αφού επήγα όμηρος εις την Γερμανίαν και επέστρεψα, ως φαίνετε είδεν ο Θεός την προσπάθειά μου εις την έρευναν των Αγίων Γραφών και εξαπέστειλεν και εις σε μένα το Πνεύμα του το Άγιον του συνιέναι τας Γραφάς. Και κατά το έτος 1952 μίαν των ημερών αυτού απεφάσισα να γίνω ως νήπιον εις τας φρένας μη παραδεχόμενος πλέον τας ψευδείς παραδόσεις των πατέρων υμών, και εδέχθην τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν και Λυτρωτήν ανθρωπότητος ολοκλήρου και εμού, ως τον διέκρινα πλέον εις την Αγίαν Γραφήν, προερχόμενον έκ της οικογενείας του Δαυίδ και της ρίζης Ιεσσαί.(Α’ Βασ. 16, 2).
Εννόησα δε αυτό μόλις απέρριψα τας βλασφήμους παραδώσεις των πατέρων μας, δια των οποίων βλασθημούν την Θεομήτορα ως μίαν κοινήν γυναίκα (μη γένοιτο Κυριε!) ως και τον Σωτήρα μας Χριστόν ως νόθον , και διαστρέφοντα, δήθεν, τον Μωσαϊκόν Νόμον και τον τότε λαόν του Ισραήλ. Όταν Λέγω απέρριψα τον Ραββινικόν αυτόν Νόμον, ως συνέταξαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι ως άλλοι Άνναι και Καϊάφαι, και όλας τας συκοφαντίας κατ’ Αυτού ως ψευδείς και αντιθέτους των Αγίων Γραφών, τότε είδα φώς και διέκρινα τον Ιησούν είς την Παλαιάν Διαθήκην.
Πάντως θα παραθέσω κατά σειράν εις την συνέχειαν τας περικοπάς της Αγίας Γραφής που με διεφώτισαν είς ανεύρεσιν του Μεσσίου Ιησού.

ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ

1) Το πρώτον εδάφιον της Γενέσεως του πρώτου κεφαλαίου όπου λέγει «Έν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν». Αυτό εις την Εβραϊκήν το διαβάζουμε εμείς «Μπερεσύθ μπαρα έλωημ» δηλαδή είς την αρχήν έπλασεν ο Θεός. Η λέξις όμως «ελωήμ» είναι είς τον πληθυντικόν αριθμόν και εξηγείται «Θεοί». Δεν γράφει «ελόα» ούτε «έλ» που είναι είς τον ενικόν αριθμόν ως ακούομεν τον Ίησούν είς την προσευχήν του είς τον Σταυρόν λέγοντα «Ήλι ήλι, λαμά σαβαχθανί» (Ματθ. ΚΖ’ 46) τούτ’ έστι, «Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες;» Άκούομεν και βλέπομεν ο Χριστός το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος να φωνάζει προς τον Πατέρα Του.

2) Το 26ον εδάφιον του ίδιου κεφαλαίου της Γενέσεως όπου λέγει «Ναασέ αδάμ μπετσαλμενού» δηλαδή «Ποιήσομεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Είς αυτήν την περίπτωσιν διέκρινα την ύπαρξη δευτέρου προσώπου του υιού, προς τον οποίο ομιλεί ο Πατήρ του Σωτήρους Χριστού, την οποία πολύ σωστά έχει διατυπώσει το Σύμβολον της Πίστεως το «Πιστεύω» η Α’ Οικουμενική Σύνοδος είς το δεύτερον αυτής άρθρον δία των εξής: «..Και είς ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αίώνων». Είς το εδάφιον αυτό λοιπόν διέκρινα ότι οι χριστιανοί έχουν δίκαιον και ημείς πλάνην. Διότι ποίον ωμίλησεν ο Θεός πρωτού να πλάσει τον Αδάμ, εάν ο Χριστός ο Λόγος του Θεού, δεν υπήρχεν ως υποστηρίζουν;

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ

3) Το 40ον κεφάλαιον της Γενέσεως στίχος 8-10 όπου αναφέρεται η Γενεαλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από την φυλήν του Ιούδα του υιού Ιακώβ. Είς τους τρείς αυτούς στίχους παρουσιάζετε η Αγία Τριας και είς τον 10ον στίχον, αναφέρεται σαφώς περί του Ιησού έχων ούτω «Ούκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη τα αποκείμενα αυτώ και αυτός προσδοκία των εθνών».
Αυτό κατά τους 70 μεταφραστάς. Είς το εβραϊκόν διαβάζω ούτω: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον έκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης έκ μέσου των ποδών αυτού εώσου έλθει ο ΣΗΛΩ και είς αυτόν θέλει είσθε η υπακοή των λαών».
Ποίος λοπόν είναι ο Σηλώ; Ασφαλώς ο απεσταλμένος Χριστός που είς Αυτόν πρέπει να υπακούσουν όλοι οι λαοί, ως άλλωστε το βεβαιώνει αυτό ο Μωϋσής είς το Δευτερονόμιον γράφων ούτω: «Προφήτην έκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε κύριος ο Κύριος ο Θεός σου έκ των αδελφόν σου, ως εμέ, αυτού θέλετε ακούει» (κεφ. ιη’ 15) και πιο κάτω, επαναλαμβάνει και προσθέτει «Προφήτην έν μέσω των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει είς αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου είς το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω είς αυτόν» (εδαφ. 18).

Πώς λοιπόν να μην πιστέψω εις αυτόν τον (Προφήτην) που έδωσε ο Θεός, τον Ιησούν, όστις την προφητείαν ταυτήν καθ’ ο ούδέν έπραξεν ή ελάλησεν Αυτός, ειμί ο Πατήρ δι’ αυτού, ως διαβάζουμεν είς τον Ιωάννην (ιδ’ 8-11), «Λέγει αυτώ Φίλιππος, Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, τοσούτον χρόνον μεθ, ύμών ειμί, και ούκ έγνωκάς με, Φίλιπε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα, και πώς σύ λέγεις δείξον ημίν τον πατέρα; ού πιστεύεις ότι εγώ έν το πατρί και ο πατήρ εν έμοί εστί; τα ρήματα ά εγώ λαλώ ημίν, άπ’ έμαυτού ού λαλώ, ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πιστεύετέ μοί ότι εγώ τω πατρί και ο πατήρ έν έμοί».

Και αλού εδίαβασα ότι είπε : «Εγώ έξ έμαυτού ούκ ελάλησα, άλλ’ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι έντολήν έδωκε τι ειπώ και τι λαλήσω… ά ούν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλλώ» (Ιωάννης ιβ’ 49-50)

Και διαβάζω ακόμη είς το Δευτερονόμιον: «Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούση είς τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονοματί μου, εγώ θέλω εκζητήσει τούτο παρ’ αυτού» (εδάφιον 19) και διακρίνω είς τα λόγια αυτά τον Θεόν Πατέρα όπου θα ομιλήση δια του Ιησού και πιστεύω απολύτως είς αυτό, διότι βλέπω τα λόγια αυτά του Μωϋσέως τα επραγματοποίησεν όλα ο Ιησούς, όπως διαβάζω είς την Κ. Διαθήκην (το Εύαγγέλιον).

Αυτά άλλωστε που γράφει ο Μωϋσής είς το Δευτερονόμιον τα εζήτησαν οι Ισραηλίται είς το όρος Σινά καθ’ ήν ημέραν εδόθη είς αυτούς ο Νόμος, είπόντες μετά λιποθυμίαν των να στείλη ο Θεός προφήτην να τους διδάσκη καθ’ εκάστην, πράγμα που έγινεν δια του Ιησού Χρηστού, ‘Οστις εδίδασκεν καθημερινώ εις τας συναγωγάς (βλέπε Ματθ. Δ’ 23, Μάρκος α’39, Λουκάς δ’ 44, Ιωάννης ι’η 20) και από νεανικής ακόμη ηλικίας είς τον Ναόν του Σολομώντος (βλέπε Ιωάν. Β’ 41-52) επραγματοποίησεν την Γραφήν αυτήν. Άλλ’ αυτοί ού κατενόήσαν τας Γραφάς και εζήτησαν τον δια Σταυρού θάνατον Του, όπερ και έγινεν επί Ποντίου Πιλάτου και Άννα και Καϊάφα αρχιερέων.

4) Το έβδομον κεφάλαιον του Ησαϊου, στίχος 14, και που ομιλεί ο Προφήτης δια την ενσάρκωσιν του Θείου Λόγου, λέγων: «Θέλει στήσει Κύριος σημείον (θαύμα) ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Όταν λοιπόν διάβασα αυτό, είδα το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας. Πιστοποίησα την πραγματοποίησην των λόγων του Παύλου: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη έν σαρκί» (Α’ Τιμ. γ’ 16) ως και των του Αγγέλου λεχθέντων είς τον Μνήστορα Ιωσήφ, όταν διενοήθη λάθρα απολύσαι την Μαριαμ: «Το γαρ έν αυτή γεννηθέν έκ πνεύματος έστιν Αγίου» και πάλι το: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος, «Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» του Ησαϊου, «ό εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθαίος α’ 22-23).

Όταν λοιπόν εδιάβασα, τόσον τον Ησαΐα, όσον και τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, είδα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο προφητευθείς και επ’ εσχάτων των ημερών σαρκωθείς και γεννηθείς Λόγος του Θεού και επίστευσα είς Αυτόν.

Ακόμη με εβοήθησε είς το να πιστέψω, ότι πράγματι ο Χριστός είναι Μεσσίας, η συμπεριφορά του Θεοδόχου Συμεών, όστις εις ηλικίαν περίπου 240 ετών, διότι ως ερμηνευτής της Βίβλου (είς εκ των 72 ερμηνευτών ) επί Πτολεμαίου και απιστήσας αναφορικώς με την πραγματοποίηση αυτού του εδαφίου του Ησαϊου (Γ’ 14) είχε υπόσχεσιν από τον Θεόν ότι δεν θα αποθάνει εάν δεν ιδή πραγματοποιούμενον τούτο: «Και ίδου είς άνθρωπος έν Ιερουσαλήμ (γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς) ώ όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ, και Πνεύμα ήν Άγιον επ’ αυτού και ήν αυτό κεχρησμένον υπό του Πνεύματος του Άγιου μη ιδείν θάνατον πρίν η ιδή τον Χριστόν Κυρίου». Και πράγματι, ήλθεν έν τω Πνεύματι είς το Ιερόν όταν εγεννήθη ο Χριστός και τον έφεραν οι γονείς του κατά τον Νόμον (Λεϋτικόν ΙΒ’2-8 Έξοδος ΙΓ’ 2-12) δια τον καθαρισμόν και εδέχθη είς τάς αγκάλας του τον Χριστόν και είπεν: «Νύν απολυείς τους δούλους σου, δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φώς είς αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού του Ισραήλ». (Λουκάς Β’ 22-32).

Αυτό δι’ εμέ ήτο μέγα βοήθημα και σας το τονίζω διότι, εάν ο Χριστός ήτο νόθος υιός, ως υποστιρίζει το Ταλμούδ (Ραββινικός νόμος), πώς ο Συμεών τον εδέχθη μία και ο Νόμος λέγει ότι δεν επιτρέπετε νόθος υιός να εισέλθη είς τον Ναόν μέχρι δεκάτης γενεάς; Προσοχή λοιπόν διότι είναι πλάνη αυτό και βλασφημία.

5) Ό 2ος ψαλμός όστις αναφέρει την αποστασίαν των ανθρώπων εναντίον του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Διατί (λέγει) εφρύαξαν τα έθνη και οι λαοί εμελέτησαν μάταια;
Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του ΧΡΙΣΤΟΥ αυτού, λέγοντες: Άς διασπάσουμε τους δεσμούς αυτών και άς απορίψουμε αφ’ ημών τας αλύσεις αυτών». (ψαλ. Β’ 1-3).

Τα οποία επραγματοποιήθησαν εναντίον του Ιησού εκ μέρους των πατέρων μας, των Γραμματέων των Φαρισαίων και του Πιλάτου του τότε κυβερνήτου και κατακτητού των Ιεροσολύμων, οίτινες συμβούλιον εποίησαν και εστάυρωσαν αυτόν, ως ακούομεν κατά την Μ. εβδομάδα είς την υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και πράγματι τον εσταύρωσαν, ίνα απαλλαγώσιν έξ Αυτού. Αλλά η υπόθεσις του Χριστού δεν ήτο μέχρι του Σταυρού, όπου έβλεπαν αυτοί, άλλα πέραν αυτού. Δι’ αυτό ο ψαλμωδός συνεχίζων λέγει:
«Υιός μου είσαι σύ, εγώ σημερόν σε εγέννησα ζήτησον παρ εμού, και εγώ σου δώσει τα έθνη κληρονομία σου και ιδιοκτησίαν σου τα πέρατα της γής» (ψαλ. Β’ 7-8).
Δηλαδή μετά την ανάστασίν Του το όνομά του θα γίνει πιστευτόν είς όλον τον κόσμον, κατά το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής» (Ματθαίου κη’ 18). Ώστε με βάσιν αυτά δεν ήτο δυνατόν να μην πιστεύσω ότι ο Χριστός ήτο Μεσσίας.

6) Η σταυρική θυσία του Ιησού, η οποία σταυρική θυσία υπάρχει εις τον προφήτην Ησαΐα είς το ΝΓ’ κεφάλαιον.
Διότι τις θα δυνηθή να αμφισβητήση ότι ο Χριστός ο φερόμενος ως άκακον αρνίον ενώπιον του Πιλάτου, των Γραμματέων και Φαρισαίων αμίλητος, και ενώπιον των αρχόντων δια τας αμαρτίας ημών, και που εσταυρώθη μεταξύ των κακούργων δεν είναι ο αμνός του Θεού.
7) Μία προσευχή του Χριστού που έκαμε επί του Σταυρού και που έχει γραφεί 1000 χρόνια πρό Χριστού δια του Δαυϊδ είς τον 22ον ψαλμόν ως εξής: «Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες» (ψαλ. ΚΒ’ 1) και (Ματθ. κη’ 46) και εν συνέχεια μια άλλη λεπτομέρεια που γράφεται είς τον ίδιον ψαλμόν «ετρύπησαν τας χείρας μου και τους πόδας μου» (στίχος 6) και πού διαβάζομεν ότι έλαβε χώραν είς τον Ιησούν (βλ. Ματθ. κζ’ 35).
Και ακόμη το «Διεμερίσθησαν τα ιμάτιά μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (στίχος 18) βλέπε και (Λουκάς κγ’34) όπου αυτά έγιναν όλα είς το πρόσωπον του Χριστού. Πώς να μη πιστέψω ότι είναι Μεσσίας;
Και ένα ακόμη που έχει σχέσιν με την αμοιβήν του Θεού προς τον Υιόν πού το λέγει και το κάμνει. Δηλαδή είς αντίκρυσμα όλων αυτών που θα σου κάνουν εγώ θα σε αναστήσω. «Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψη την ψυχήν μου έν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον Όσιον σου να ίδη διαφθοράν» (ψαλμ. 16,10) και έν συνέχεια πιστεύω είς την ανάστασιν του Ιησού, διότη και πάλιν διαβάζω είς τον ψαλμόν το: «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου κάθου έκ δεξιών μου έως αν θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (ψαλ. ΡΘ’ 1).
Πώς λοιπόν να πιστέψω τα ψεύδη των Ραββίνων ότι δήθεν εκλάπη ο Ιησούς και ουχί ανέστη, αφού ο Δαυϊδ προφητεύει, τόσον την ανάστασιν όσον και την ανάληψιν Αυτού;
Ακόμη, πώς να μη πιστέψω είς την ανάληψιν του Ιησού αλλά είς την κλοπήν Αυτού, αφού και μετά την ανάστασιν Αυτού ευρέθησαν τα οθόνια και το σουδάριον τά οποία ήσαν κολλημένα είς το σώμα Του, με ειδικόν μείγμα κολλητικόν ως εσυνήθιζον οι τότε να ενταφιάζούν; Πώς να μη παραδεχθώ λοιπόν την ανάστασιν, αφού ως Παντοδύναμος Θεός άφησε τον Τάφον κενόν και τας αποδείξεις της αναστάσεώς Του;
Τον επίστευσα λοιπόν ως γεννηθέντα, σταυρωθέντα, αναστάντα, αναληφθέντα εις τους ουρανούς και ότι θα έλθει πάλιν κρίναι ζώντας και νεκρούς και αλοίμονον σε εκείνους που δεν τον εδέχθησαν.
Έν ακόμη σοβαρόν ζήτημα που εβοήθησεν είς την επιστροφήν μου είς Χριστόν, είναι το χρήμα. Το χρήμα το οποίον διέθεσαν και διαθέτουν ακόμη οι εχθροί του Χριστού, δια να μη διαδοθή η έλευσίς Του, η σταυρωσίς Του, η ανάστασίς Του, αρχής γενομένης από τα τριάκοντα αργύρια που έδωσαν εις τον Ιούδα, ως είχε προφητεύσει ο Προφήτης Ζαχαρίας και τα οποία θα διετίθεντο δια την αγορά του αγρού του κεραμέως, διότι ήτο αξίας αθώου αίματος το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον ως νεκροταφείον των ξένων, Ζαχ. ια’ 12-13.
Άλλ’ επίσης χρήματα εδόθησαν εις τους στρατιώτας ίνα καλύψουν την ανάστασιν και διαδόσουν οι στρατιώται ότι εκλάπη υπό των Μαθητών και ουχί ανέστη. Το χρήμα λοιπόν είναι αυτό που εξαγοράζει συνειδήσεις. Αυτό που κλείνει μάτια σοφών και διαστρεβώνει γνώμας συνετών, ως διαβάζουμεν είς την Πεντάτευχον.

Πόσοι και πόσαι σήμερον δεν δωροδοκούνται ίνα κρύψουν την ύπαρξιν του Σωτήρος, και εν τούτοις Μεσσίας Χριστός ήλθε.

Μας επληροφόρησαν αι μυροφόρες. Μας το εβεβαίωσαν η Σαμαρείτις, ήτις συνεζήτησε μαζί Του, και το επεκύρωσεν ο εκ γενετής τυφλός, ο παράλυτος και τόσοι άλλοι.

http://www.egolpio.com/PLOUTOS_ORTHOD/metastrofh_Ravinou.htm